Η Αθήνα την ώρα του πολέμου (Ι.Κ. Ίνχα: Ελλάς και Έλληνες, 1897)

Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η πρώτη μου εντύπωση από την Αθήνα ήταν πως είναι περισσότερο ανατολίτικη παρά ευρωπαϊκή πόλη. Η αίθουσα του σταθμού είναι πολύ απλή και δεν υπάρχει καμία τάξη. Δεν είχε σταματήσει καλά καλά το τρένο και δεν είχαμε ανοίξει τις πόρτες των βαγονιών, όταν πολλές δεκάδες κουρελιάρηδες, άντρες και αγόρια, όρμησαν πάνω μας θέλοντας να μας πάρουν τις βαλίτσες από τα χέρια. Παντού άνθρωποι από τα ξενοδοχεία προσπαθούσαν να διαφημίσουν το δικό τους. Ένας δραγουμάνος, που στη συνέχεια μας πήγε σε λάθος ξενοδοχείο, μας έβαλε εμένα κι έναν γερμανό ανταποκριτή σε μια μεγάλη άμαξα κι έτσι εγκαταλείψαμε στον σταθμό το θορυβώδες πλήθος να συνεχίζει να φωνάζει.

Ο αμαξάς μαστίγωσε τα άλογα και φύγαμε καλπάζοντας. Άρχισε τότε να συναγωνίζεται την άμαξα που πήγαινε μπροστά. Οι αμαξάδες μαστίγωναν τα άλογά τους, φώναζαν, κάποια στιγμή οι δύο άμαξες έτρεχαν η μια δίπλα στην άλλη λες και οδηγούσαν στην ανοιχτή στέπα και όχι στα στενά δρομάκια της Αθήνας. Οι άμαξες αναπηδούσαν στις λακκούβες και στις διασταυρώσεις κλυδωνίζονταν τόσο πολύ, ώστε κάθε στιγμή νομίζαμε ότι θα πεταχτούμε με όλα τα μπαγκάζια μας στην άκρη του δρόμου. Προσπερνούσαμε σπίτια, καταστήματα, φωτισμένα παράθυρα, φανάρια του δρόμου, τίποτε άλλο δεν προλάβαμε να δούμε παρά μόνο ότι παντού είχε πολύ κόσμο και μεγάλη κίνηση. Οι ντουφεκιές που ακούγονταν συνεχώς μας υπενθύμιζαν τι σήμαινε όλη αυτή η φασαρία. Σε μια διασταύρωση ακούσαμε έναν ήχο άγριο και διαπεραστικό σαν να σφύριζαν εκατοντάδες τσαμπούνες. Ρίχνοντας μια ματιά στο πλάι είδαμε να πλησιάζει μέσα στη σκόνη μια μεγάλη πομπή με την ελληνική σημαία μπροστά, ψάλλοντας και φωνάζοντας. Μπροστά έτρεχαν εκατοντάδες ξυπόλητα κουρελιασμένα μαυρομούτσουνα κι ακόμα πιο μαυροκέφαλα χαμίνια που συνόδευαν την ψαλμωδία με τα σφυρίγματά τους. Σ’ αυτό το θέαμα υπήρχε κάτι πολεμικό, παθιασμένο, άγριο, που μας έκανε βαθιά εντύπωση.

Αφού παραλάβαμε τα δωμάτιά μας και πλύναμε τη σκόνη από τα πρόσωπα και τα χέρια μας, φύγαμε αμέσως για την πόλη όπου αναμένονταν μεγάλες θρησκευτικές πομπές. Στην Ελλάδα ακολουθούν το παλιό ημερολόγιο και είναι ορθόδοξοι. Το Πάσχα γιορτάζεται όπως και στη Ρωσία. Το βράδυ ήταν κατασκότεινο. Στους δρόμους συγκεντρωνόταν όλο και μεγαλύτερο πλήθος. Οι περισσότεροι κρατούσαν αναμμένα κεριά. Από μακριά ακουγόταν να πλησιάζει αργά η πομπή και η ψαλμωδία. Μπροστά πήγαιναν αγόρια ντυμένα στα λευκά που κουβαλούσαν αναμμένα φανάρια και λάβαρα κεντημένα με ασήμι και χρυσό πάνω στα οποία ήταν ζωγραφισμένες εικόνες αγίων. Πίσω τους ακολουθούσαν οι ιερείς και η χορωδία ψάλλοντας και μετά ένα ατελείωτο πλήθος με κεριά. Καθώς πλησίαζε η πομπή οι απλοί άνθρωποι αποκάλυπταν το κεφάλι τους.

Ήταν μια εκκλησιαστική τελετή αλλά λόγω του πολέμου είχε αποκτήσει διαφορετικό χαρακτήρα. Όπου περνούσαν οι πομπές –και ήταν πολλές– ακούγονταν ντουφεκιές και πιστολιές κι έπεφταν κόκκινα βεγγαλικά. Μια θρησκευτική διαδήλωση εναντίον των Τούρκων. Οι κωδωνοκρουσίες αναμιγνύονταν με τη φασαρία.

Μπροστά από το βασιλικό παλάτι υπάρχει πρώτα ένα μεγάλο προαύλιο, έπειτα μια όμορφη εσπλανάδα με πολλά δέντρα του Νότου, ακακίες, φοίνικες και όμορφα μεγάλα κυπαρίσσια. Πιο κάτω βρίσκεται η τετράγωνη πλατεία Συντάγματος, το πολιτικό κέντρο της Αθήνας.
Στη γωνία της πλατείας με την οδό Σταδίου υπάρχει ένα μεγάλο καφενείο. Εκείνες τις μέρες ήταν ασφυκτικά γεμάτο κόσμο που συζητούσε για τα γεγονότα και ανέμενε καινούρια τηλεγραφήματα. Έξω από το καφενείο, στον δρόμο, περνούσε ασταμάτητα κόσμος πολύς. Το βράδυ όλη η πλατεία ήταν γεμάτη τραπέζια και καρέκλες. Χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθούσαν τις πομπές, κουβέντιαζαν, διάβαζαν εφημερίδες μ’ ένα ποτηράκι μαστίχα ή ένα φλιτζάνι καφέ μπροστά τους. Ήταν όλοι τους χαρούμενοι γιατί τα νέα από τα πεδία της μάχης ήταν καλά. Οι Αθηναίοι έμεναν έξω ως αργά.

Επιστρέφοντας το επόμενο πρωί από την Ακρόπολη είδα στην οδό Αιόλου ένα τεράστιο πλήθος που μεγάλωνε συνεχώς και χειροκροτούσε με ενθουσιασμό. Έπαιζε η στρατιωτική μπάντα. Το πλήθος κοίταζε ψηλά, προς ένα μπαλκόνι, όπου στέκονταν έλληνες φοιτητές και συνέχιζε να χειροκροτεί σαν να ήθελε κάτι. Ο δρόμος ήταν τόσο γεμάτος, ώστε η κυκλοφορία σταμάτησε για ώρα πολλή. Τελικά εμφανίστηκαν στο μπαλκόνι άντρες με κόκκινα χιτώνια και κόκκινα καπέλα. Ήταν ιταλοί εθελοντές. Μόλις εμφανίστηκαν οι Ιταλοί τα χειροκροτήματα έγιναν δυο φορές πιο ενθουσιώδη. Η μπάντα άρχισε να παίζει τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας εναλλάξ με τον ιταλικό. Τα πολιτικά ρούχα εξαφανίζονταν σιγά σιγά από το μπαλκόνι και στη θέση τους εμφανίζονταν όλο και πιο πολλά κόκκινα, μέχρι που το μπαλκόνι κοκκίνισε εντελώς. Κι όταν επιτέλους εμφανίστηκε ο Ριτσιότι Γκαριμπάλτι ο ενθουσιασμός του πλήθους κορυφώθηκε. Ο Γκαριμπάλντι έβγαλε έναν σύντομο λόγο ευχαριστώντας για τη διαδήλωση.

Έπειτα από λίγη ώρα οι ερυθροχίτωνες Ιταλοί βγήκαν έξω και ο Γκαριμπάλντι, που φορούσε μαύρο κοστούμι, μπήκε σε μιαν άμαξα με τους σημαντικότερους αστούς της πόλης που τον περίμεναν μπροστά στην πόρτα. Έπειτα γύρισαν την πόλη εν πομπή με τη στρατιωτική μπάντα μπροστά και τις σημαίες της Ελλάδας και της Ιταλίας, τις οποίες κρατούσαν τη μεν ελληνική ένας γαριβαλδινός εθελοντής, τη δε ιταλική ένας έλληνας φοιτητής. Ακολουθούσε η άμαξα με τον Γκαριμπάλντι και τέλος πλήθος μεγάλο. Η πομπή πέρασε την οδό Σταδίου, έναν από τους μεγαλύτερους δρόμους της Αθήνας με δεντροστοιχίες στις δύο πλευρές. Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί και από τις δύο πλευρές του δρόμου, στα μπαλκόνια και στα παράθυρα. Σε πολλά σημεία οι γυναίκες πετούσαν από τα παράθυρα λουλούδια στην άμαξα του Γκαριμπάλντι. Παντού ακούγονταν πυροβολισμοί, πυροβολούσαν με περίστροφα και πιστόλια. Καθώς προχωρούσε η πομπή τα χειροκροτήματα και τα λουλούδια την ακολουθούσαν. Όταν περνούσαν οι γαριβαλδινοί από τα παράθυρα πολλών σπιτιών έβγαιναν ελληνικές και ιταλικές σημαίες.

Από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ στην Αθήνα ακούγονταν συνεχείς πυροβολισμοί που άρχιζαν να γίνονται εκνευριστικοί. Πιο οξύς ήταν ο ήχος των ντουφεκιών και των πιστολιών. Στη χώρα μας αυτούς τους αδιάκοπους πυροβολισμούς θα τους θεωρούσαμε μεγάλη απειθαρχία, στην Αθήνα όμως ήταν νόμιμοι και φαίνεται ότι όλοι οι άνθρωποι είχαν ένα όπλο στην τσέπη τους. Πολλές φορές ένιωσα να πυροβολούν δίπλα στο αυτί μου και μια φορά από το παράθυρο ενός υπογείου έσκασε μια ντουφεκιά ακριβώς δίπλα στο πόδι μου. Οι Αθηναίοι φαίνεται ότι ήταν συνηθισμένοι σ’ αυτή τη φασαρία. Καμιά φορά στα πρόσωπα όσων στέκονταν στα μπαλκόνια έπεφταν και χάρτινες σαΐτες, αυτό όμως δεν φαίνεται να τους έκανε εντύπωση.

Το βράδυ πολλοί γαριβαλδινοί έφυγαν. Ο κόσμος τους αποχαιρετούσε με μεγάλο ενθουσιασμό. Όλη η πλατεία Συντάγματος ήταν ξέχειλη. Αυτή η μικρή ομάδα εθελοντών, 200 άτομα, έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλά όμορφα πρόσωπα και τα γυαλιά που φορούσαν έδειχναν πως ήταν μορφωμένοι. Είναι μεγάλη υπόθεση να βλέπεις μορφωμένους άντρες να φορούν εθελοντικά στολή και ντουφέκι στον ώμο και να πηγαίνουν να πολεμήσουν για λογαριασμό μιας ξένης χώρας για την ελευθερία. Οι Ιταλοί είχαν δική τους στολή. Κόκκινα χιτώνια με σκούρο γιακά, ανοιχτόχρωμες κοντές περικνημίδες και κόκκινο κασκέτο.

Το απόγευμα της επόμενης μέρας είχα την εντύπωση ότι η ατμόσφαιρα της Αθήνας ακουγόταν πιο πολεμική απ’ ό,τι φαινόταν. Οι διαδηλώσεις ήταν περισσότερο ένας παιδιάστικος ενθουσιασμός παρά πάθος. Και οι αδιάκοποι πυροβολισμοί θύμιζαν περισσότερο Πάσχα παρά πόλεμο.

Το Σάββατο 24 Απριλίου το πρωί στην Αθήνα ήταν πολύ ικανοποιημένοι με την έκβαση του πολέμου. Στην Ήπειρο προέλαυναν γρήγορα προς τα Γιάννενα, αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή η παράδοση της Πρέβεζας, το ίδιο και ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης. Ήταν γνωστό πως το ναυτικό είχε βομβαρδίσει τον Πλαταμώνα και την Κατερίνη και είχε αποβιβάσει στρατό για να αποκόψει την επικοινωνία του Ετέμ Πασά με τη Θεσσαλονίκη. Στα σύνορα με τη Θεσσαλία γίνονταν πολλές μάχες και στις περισσότερες νικούσαν οι Έλληνες. Οι φήμες έλεγαν ακόμα ότι ο πασάς είχε σκοτωθεί και ο στρατός του ήταν περικυκλωμένος από τρεις μεριές.

Τα νέα που έφτασαν όμως το απόγευμα του Σαββάτου έμοιαζαν με κεραυνό εν αιθρία.

Είχα επιστρέψει στο δωμάτιό μου αφού πρώτα παρακολούθησα την παρέλαση των γαριβαλδινών και είχα ξαπλώσει για να ξεκουραστώ, όταν ξαφνικά ένας νεαρός Έλληνας που εργαζόταν στην καθαριότητα του ξενοδοχείου μπήκε στο δωμάτιό μου, με πλησίασε και είπε: «Τουρκία! Τύρναβος! Γκρέτσια!» κι έκανε μια κίνηση με το χέρι σαν να έκοβε το λαιμό του. Η στεναχώρια του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όρμησα γρήγορα στην πόλη, όπου από τα έκτακτα φύλλα είδα πως έλεγε την αλήθεια. Όχι μόνο ότι οι Τούρκοι είχαν πάρει τον Τύρναβο, αλλά ακόμα χειρότερα. […]

Μετ. Μαρία Μαρτζούκου