Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΜΕΤΑΞΑ


Άντερο Βάρτια
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΩΝ ΑΛΙΕΩΝ
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΜΕΤΑΞΑ
Wikimedia Commons

Τα ξημερώματα της 6ηςΑπριλίου [1941] τα βουνά πίσω από τα σύνορα της Βουλγαρίας έμοιαζαν νεκρά και εγκαταλειμμένα. Οι απότομες πλαγιές με τους κέδρους και τις φτέρες και οι γυμνοί βράχοι από πάνω τους, πάνω από τις κορυφές των οποίων ανέτειλε κατακόκκινος ο ήλιος, έδειχναν να καταπίνουν στην αγκαλιά τους τον στενό δρόμο που περνούσε από την κοιλάδα του Στρυμόνα και οδηγούσε στον Νότο.

Το γερμανικό τάγμα εφόδου βρισκόταν σε απόσταση 200 μέτρων από τα σύνορα και περίμενε το σήμα της επίθεσης προχωρώντας μέσα στο σκοτάδι. Η ελληνική συνοριακή φρουρά, καμιά τριανταριά άντρες, άνοιξε πυρ κι έπειτα υποχώρησε με προσοχή προς τον Νότο. Τα κτίρια της φρουράς έπιασαν φωτιά.
Οι πρώτοι πυροβολισμοί έθεσαν σε συναγερμό την ελληνική άμυνα. Ψηλά από το βουνό, σε ύψος περίπου 1800 μέτρων, έπεσαν πράσινες και κόκκινες φωτοβολίδες και ακολούθησε σειρά σφοδρών πυροβολισμών.
Στις 5.50 το γερμανικό πυροβολικό άνοιξε πυρ. Σφοδρά πυρά που έσκιζαν το σκοτάδι έπεφταν πάνω στα βουνά. Πυροβολισμοί, χειροβομβίδες, εκρήξεις αντηχούσαν σχεδόν ασταμάτητα ανάμεσα στα βράχια και τέλος χάθηκαν σαν βουητό στο διάστημα. Έπειτα πάλι όλα σιώπησαν.
Καθώς ξημέρωνε χτύπησαν τα στούκας που έλαμπαν ασημιά κάτω από τον ήλιο. Όρμησαν σαν γεράκια πάνω στις ορεινές θέσεις των Ελλήνων. Οι τεράστιες βόμβες ξεκολλούσαν γιγάντιους ογκόλιθους, ξέσκιζαν την κάλυψη των αμυντικών θέσεων στις πλαγιές και χτυπούσαν τις θυρίδες που ήταν κρυμμένες στα γκρίζα βράχια. Οι πρώτες πτήσεις των γερμανικών αεροπλάνων έγιναν από πιο μακρινά αεροδρόμια. Είκοσι λεπτά αργότερα κι ενώ η πρώτη επίθεση είχε τελειώσει σηκώθηκαν πάλι, αυτή τη φορά όμως από αεροδρόμια δίπλα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο καπνός και η σκόνη από τους βομβαρδισμούς είχαν σχεδόν κρύψει τον ήλιο.
Το πρώτο γερμανικό τάγμα εφόδου είχε εισχωρήσει στο ελληνικό έδαφος και είχε φτάσει στη γραμμή Μεταξά. Ακολουθούσαν τα τανκς.
Οι Βούλγαροι στρατιώτες είχαν αποτραβηχτεί από τα σύνορα. Ταμπουρωμένοι στα αμπριά τους περίμεναν την πρώτη αναμέτρηση των Γερμανών και των Ελλήνων.
Το γερμανικό τάγμα συνέχιζε την προέλασή του χωρίς να προαισθάνεται κάτι κακό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο διάσπαρτα πυρά τουφεκιών τους είχαν ενοχλήσει και εξεπλάγησαν όταν στο άνοιγμα που υπήρχε κάτω από την απότομη πλαγιά άρχισαν να τους χτυπούν από καμιά τριανταριά σημεία στα βουνά έντονες ομοβροντίες πυροβολικού και πολυβόλων.
Ο διοικητής του τάγματος τραυματίστηκε σοβαρά και το θωρακισμένο αυτοκίνητό του χτυπήθηκε κι έπιασε φωτιά στη μέση της κοιλάδας. Ο πρώτος στρατιώτης που παρασημοφορήθηκε σ’ αυτό τον παγκόσμιο πόλεμο, ο λοχαγός Σουλτζ, έπεσε στην πρώτη γραμμή του λόχου του.
Το γερμανικό πυροβολικό χτυπούσε αλύπητα. Τα βομβαρδιστικά επιτίθονταν ξανά και ξανά σε μεγάλα κύματα εναντίον των ορεινών θυλάκων. Μάταια. Τα βαριά πυροβόλα του πεζικού, οι χειροβομβίδες και τα φλογοβόλα δεν μπορούσαν να θραύσουν τη γραμμή Μεταξά. Τα τεθωρακισμένα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως συνήθως. Η κατάσταση έμοιαζε μ’ αυτήν στο Έιν: έπρεπε να ανοίξει δρόμο το πεζικό.
Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η γραμμή Μεταξά είχε δείξει τα λιονταρίσια νύχια της. Ο ισχυρός πυλώνας της, το ύψωμα 322, είχε σταματήσει την προέλαση των Γερμανών. Η γραμμή Μεταξά δεν μπορούσε να καταληφθεί με κατά μέτωπο επίθεση. Κάθε λόφος έκρυβε μέσα του ένα ή περισσότερα θωρακισμένα οχυρά, τα όρια των οποίων αποκαλύφθηκαν μόνο όταν οι χειροβομβίδες και οι βόμβες διέλυσαν την πράσινη κάλυψή τους.
Η μόνη πιθανότητα να πληγούν τα ελληνικά οχυρά ήταν η κίνηση αποκλεισμού που έκαναν οι Γερμανοί την επόμενη νύχτα ενώ συνεχιζόταν οι μάχες.
Την εντολή του αποκλεισμού έλαβε ένα τάγμα των ορεινών δυνάμεων που στάλθηκε αεροπορικώς και προχώρησε μέσα από φαράγγια και απάτητες πλαγιές στα νώτα των Ελλήνων.
Χτύπησε ξαφνικά τα οχυρά από πίσω χρησιμοποιώντας φλογοβόλα, χειροβομβίδες και εκρηκτικά. Στα βαθιά υπόγεια οχυρά και στα ανοίγματά τους έγιναν άγριες μάχες άνευ προηγουμένου, στις οποίες, κυρίως οι σκαπανείς των γερμανικών ορεινών μονάδων, έδειξαν εξαιρετική γενναιότητα και μαχητικότητα. Ίσως αναγνωρίζοντας τη γενναιότητά τους, αλλά συγχρόνως και τη γενναιότητα των ελλήνων στρατιωτών, ο επικεφαλής του γερμανικού στρατεύματος δήλωσε στο ανακοινωθέν του: «Οι μάχες στήθος με στήθος που έλαβαν χώρα στη Γραμμή Μεταξά δεν έχουν προηγούμενο σε κανένα πεδίο πολέμου».
Οι διηγήσεις των πρώτων αιχμαλώτων αποκάλυψαν κάτι παράξενο: Οι Έλληνες είχαν συνεχώς την εντύπωση ότι πολεμούσαν εναντίον των Βουλγάρων. Μόνο το βράδυ της δεύτερης μέρας κατάλαβαν ότι στη Γραμμή Μεταξά είχαν επιτεθεί οι Γερμανοί.
Αφού τα φλογοβόλα που κατευθύνονταν στο άνοιγμα των οχυρών δεν βοήθησαν, οι γερμανοί σκαπανείς διείσδυσαν βαθιά στους υπόγειους διαδρόμους των οχυρών, όπου με χειροβομβίδες και εκρηκτικά προσπάθησαν να ανοίξουν δρόμο στα βάθη του βουνού. Οι σκληρές και αιματηρές μάχες που έγιναν στα ορύγματα της γραμμής Μεταξά, και στα καταφύγια έμοιαζαν με οδομαχίες στα λαβυρινθώδη στενά μιας υπόγειας και άγνωστης πόλης, μέσα στον καπνό και το σκοτάδι.

Το λιμάνι του Πειραιά μετά τους γερμανικούς βομβαρδισμούς.

Η πρώτη μέρα της μάχης ήταν ηλιόλουστη και καθαρή. Το επόμενο βράδυ το βαρόμετρο έπεσε ξαφνικά και το πρωί έβρεχε. Το παχύ στρώμα σκόνης που κάλυπτε τον δρόμο προς τον Νότο μετατράπηκε γρήγορα σε λάσπη, η επιφάνειά του μαλάκωσε και σύντομα οι δρόμοι της Βόρειας Ελλάδας έμοιαζαν περισσότερο με λασπόλουτρα παρά με δρόμους κυκλοφορίας. Τα ορεινά οχυρά και ο στρατηγός Καιρός ήταν στο πλευρό των Ελλήνων.
Στον λασπωμένο δρόμο και κάτω από καταρρακτώδη βροχή οι γερμανικές δυνάμεις περίμεναν ακόμα δύο μέρες μέχρι να μπορέσουν να συνεχίσουν την προέλαση. Οι μάχες συνεχίζονταν σφοδρές για την κατάληψη του οχυρού. Πολλά υπόγεια οχυρά είχαν ήδη καταληφθεί και οι γενναίοι έλληνες υπερασπιστές τους είχαν πέσει ή είχαν αιχμαλωτιστεί. Όμως το γιγαντιαίο υπόγειο οχυρό που εδώ κι εκεί ήταν λαξευμένο στον βράχο σε βάθος πάνω από 40 μέτρα κρατούσε ακόμα πεισματικά.
Οι Γερμανοί είχαν συνδέσει τις κομμένες τηλεφωνικές γραμμές του οχυρού με το δικό τους τηλεφωνικό κέντρο. Έτσι το βράδυ της τρίτης μέρας ήρθαν σε επαφή με τη διοίκησή του.
«You have a division above you — kapitulation is the only delivery» (έχετε μια μεραρχία από πάνω σας. Μόνο αν παραδοθείτε θα σωθείτε), φώναξε στο τηλέφωνο ένας από τους στρατιώτες με τα αγγλικά που είχε μάθει στο σχολείο.
Απάντηση δεν ακούστηκε. Όμως, την ίδια μέρα το απόγευμα το οχυρό παραδόθηκε.
Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Τα γερμανικά στρατεύματα που προέλαυναν από τη Νότια Σερβία μέσω της κοιλάδας του Αξιού ήταν ήδη έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Τη νύχτα της 8ηςπρος 9η Απριλίου, στις 12 τα μεσάνυχτα, δύο έλληνες αξιωματικοί έφεραν ένα σπουδαίο μήνυμα στον διοικητή των γερμανικών μονάδων που επιτίθονταν στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος έμενε σε ένα πανδοχείο. Ο ένας ήταν ο διοικητής της πόλης, στρατηγός, και ο άλλος ο διοικητής της στρατιάς της Ανατολικής Μακεδονίας, ο οποίος έφερε μήνυμα από τον στρατηγό Μπακόπουλο για παράδοση του στρατού και ανακωχή. Εκεί, στο μικρό πανδοχείο, γύρω από ένα τραπέζι, κρίθηκε η τύχη της στρατιάς της Θράκης, της Θεσσαλονίκης και της Γραμμής Μεταξά. Οι έλληνες αξιωματικοί άλλαξαν την ώρα στα ρολόγια τους βάζοντας αυτήν την Γερμανίας. Τα γερμανικά τάγματα εφόδου μπήκαν στη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου, ώρα 7.00 το πρωί. Το ίδιο απόγευμα παραδόθηκε και η Γραμμή Μεταξά.
Το μεγαλοπρεπές ελληνικό οχυρό που κατασκευάστηκε μυστικά μετά το 1935, έπεσε λόγω της αδυναμίας των πτερύγων του. Οι Γερμανοί το πολιόρκησαν δύο φορές με μια κυκλωτική κίνηση που έφτασε ως τις ακτές του Αιγαίου και μια σφοδρή επίθεση στα νώτα του μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης ήταν αποφασιστικό πλήγμα για τους υπερασπιστές της, αλλά μέχρι τη στιγμή που η ελληνική φρουρά της πόλης ανακοίνωσε με τηλεγράφημα ότι η Γραμμή Μεταξά παραδόθηκε, οι μάχες συνεχίστηκαν σφοδρές και αιματηρές για την κατάληψη του υψώματος 322 και των υπόγειων οχυρών. Οι μάχες αυτές μπορούν να συγκριθούν με τις σφοδρότερες μάχες του δυτικού μετώπου.
Τη Γραμμή Μεταξά υπερασπίστηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία των Ελλήνων περίπου 22.500 άντρες. Από το οχυρό του υψώματος 322 βγήκαν 1400 άντρες.
Όταν οι γενναίοι υπερασπιστές του οχυρού βγήκαν στο φως του ήλιου, είδαμε μοναδικές σκηνές που θα μείνουν στην ιστορία αυτού του πολέμου.
Ένας γερμανός αξιωματικός πρόσφερε τσιγάρο και μια γουλιά κονιάκ από το παγούρι του στον έλληνα αξιωματικό που λίγο νωρίτερα είχε σταθεί εναντίον του με το πιστόλι στο χέρι στο άνοιγμα του οχυρού.
«Συγνώμη, αλλά δεν έχω φωτιά» είπε ο Έλληνας λαχανιασμένος και έκπληκτος.
 «Παρακαλώ», απάντησε ο Γερμανός και του άναψε το τσιγάρο.
Έλληνες στρατιώτες κουβαλούσαν γερμανούς τραυματίες.
 «Χτυπούσατε με αναθεματισμένη ακρίβεια», διαπίστωσε ο έλληνας αξιωματικός που σύρθηκε έξω από το οχυρό με το πολυβόλο στο χέρι και το πρόσωπο ματωμένο.
«Αμυνθήκατε έξοχα» απάντησε ο επικεφαλής των Γερμανών που είχαν πολιορκήσει το οχυρό.
Οι γερμανοί στρατιώτες τριγύριζαν παραξενευμένοι στον υπόγειο λαβύρινθο της Γραμμής Μεταξά. Τους συνόδευε ένας έλληνας αξιωματικός.
«Αν ζούσε ο Μεταξάς, η Ελλάδα και η Γερμανία δεν θα είχαν εμπλακεί ποτέ σε πόλεμο», είπε. «Ο Μεταξάς[1]σπούδασε τέσσερα χρόνια στο Βερολίνο, στην Πολεμική Ακαδημία».
«Ήταν μαθητής του von Schlieffen», απάντησε χαμογελώντας ο γερμανός αξιωματικός. «Ένας από τους καλύτερους μαθητές του. Καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο».
Έπειτα από τις τριήμερες σφοδρές μάχες, στο πεδίον της μάχης που ήταν ακόμα γεμάτο πτώματα ελλήνων και γερμανών στρατιωτών, δημιουργήθηκε μια συντροφικότητα που έκανε αυτόν τον πόλεμο –θα επιθυμούσα να πω– ανθρώπινο και όμορφο. Έλληνες και Γερμανοί στρατιώτες χαιρετιόντουσαν μέσα στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά που είχαν καταληφθεί όπως δύο ξιφομάχοι, οι οποίοι έπειτα από έναν σκληρό αγώνα χαιρετιούνται με τα ξίφη τους και δίνουν τα χέρια. Κι αυτό δεν έγινε μόνο τις πρώτες μέρες του πολέμου στην κοιλάδα του Στρυμόνα, αλλά καθ’ όλη τη διάρκειά της επίθεσης. Κλασική και εξωπραγματική φιλία ανάμεσα στον γενναίο νικητή και τον γενναίο ηττημένο. Ο Χίτλερ προσέβλεπε στην ελληνική φιλία όταν διέταζε τα στρατεύματά του να επιτεθούν στη γη της Αρχαίας Ελλάδας. Στα χώματα της Ελλάδας πολεμούσε εναντίον της Αγγλίας και όχι των Ελλήνων. Και οι διαταγές του πραγματοποιήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο όταν, ενώ ακόμα συνεχιζόταν ο πόλεμος, η διοίκηση του γερμανικού στρατού απελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους κι έδωσε εντολή οι έλληνες αξιωματικοί που απελευθερώνονται να διατηρούν τον οπλισμό τους.
Ο πόλεμος ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα, από τον πρώτο πυροβολισμό που έπεσε το πρωί της 6ηςΑπριλίου 1941, ήταν σε κάποια σημεία αδιανόητος για να είναι πόλεμος. Ήταν ένας πόλεμος ανθρώπινος. Για τη Γιουγκοσλαβία δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο.
[…]
Μετ. από τα φινλανδικά: Μαρία Μαρτζούκου

[1] Ο στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς, η σιδηρά χείρα της Ελλάδας και δικτάτορας, αυτός που σχεδίασε τη Γραμμή Μεταξά και που το μνημείο του έχει στηθεί στην κορυφή ενός οχυρωμένου λόφου, στην κοιλάδα του Στρυμόνα, πέθανε από καρδιακή προσβολή, όπως ανακοινώθηκε επισήμως, στις 30 Ιανουαρίου 1940 έπειτα από συνομιλίες με τον επικεφαλής του βρετανικού στρατού στη Μέση Ανατολή, στρατηγό Wavell, που είχε έρθει αναπάντεχα στην Αθήνα. Τι ακριβώς συζήτησαν δεν έγινε γνωστό, γενικά όμως θεωρείται ότι ο Μεταξάς ήταν κάθετα αντίθετος με την έλευση βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα θεωρώντας ότι η τύχη της χώρας θα ήταν καλύτερη αν η βρετανική βοήθεια περιοριζόταν στην αεροπορία. Οι Γερμανοί εξέφρασαν επίσημα την πιθανότητα να τον έβγαλε από τη μέση η βρετανική Secret Service, επειδή ήταν εμπόδιο στα σχέδιά τους. (Σ.τ.Σ).

————————
Ο Άντερο Βάρτια (1912-1969) υπήρξε δημοσιογράφος και μουσικός με σπουδές στη Ακαδημία Σιμπέλιους και κατά τη δεκαετία του 1930 μάλιστα συνέθεσε μουσική για τον φινλανδικό κινηματογράφο. Εργάστηκε ως συντάκτης εξωτερικών ειδήσεων στην εφημερίδα Uusi Suomi από το 1937. Διετέλεσε ανταποκριτής της εφημερίδας στην Κοπεγχάγη (1939), το Βερολίνο (1940-41) και τη Στοκχόλμη (1943-1950). Το 1941 ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα στην Βαλκανική Εκστρατεία Από το 1951 εργάστηκε στην Πρεσβεία της Φινλανδίας στο Λονδίνο.