NIKOΣ ΓIANNAPAΣ: ΓIOXAN PΟYNEMΠEPΓK

 
NIKOΣ ΓIANNAPAΣ: ΓIOXAN PΟYNEMΠEPΓK
O EΘNIKOΣ ΠOIHTHΣ THΣ ΦINΛANΔIAΣ
OΛIΓA ΔIA TO EPΓON TOY

  

 Tο μεγαλόπρεπο φινλανδικό τοπίο είναι εκείνο που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην ποίηση και ίσως σ’ αυτό να οφείλεται η παλιά ποιητική παράδοση της Φινλανδίας. Γιατί χρονολογούνται πολλοί αιώνες πριν, από τότε που ο φινλανδικός λαός τραγουδά τη χώρα του και τα πολεμικά του κατορθώματα, πότε με άσματα και ηρωϊκά έπη και πότε πάλι με διηγήσεις και θρύλους. Αλλά η δημοτική ποίηση των Φινλανδών, που ξεχύνεται με ιδιόρρυθμη μουσικότητα σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους, άρχισε να παίρνει μορφή και κατεύθυνση στις αρχές του IΘ΄ αιώνα, με την εμφάνισιν του Γιόχαν Λούντβιχ Ρούνεμπεργκ, του εθνικού ποιητή της Φινλανδίας. Ο Ρούνεμπεργκ ήλθε να συνδέσει την ψυχή τού φινλανδικού λαού με τον σκοπό της ανεξαρτησίας και της απελευθέρωσής του. Και η ποίησή του, η γεμάτη συνθετική δύναμη και ηρωϊκό αίσθημα, έγινε αφορμή ν’ αφυπνισθεί η εθνική συνείδηση κι ο λαός ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της Mοίρας του.
      Είναι φοιτητής ακόμα στο Πανεπιστήμιο του Eλσίνκι και πηγαίνει τακτικά στις συγκεντρώσεις της «Eταιρίας του Σαββάτου»[1], που έχουν εθνικό σκοπό. Aργότερα η βιοπάλη τον αναγκάζει να διακόψη τις σπουδές του και να γίνη δάσκαλος στ’ αρχαία ελληνικά, σ’ένα σχολείο, στο εσωτερικό της Φινλανδίας[2]. Εκεί έρχεται σ’ επαφή με τη φύση που την αγαπά και την αισθάνεται ως τα κατάβαθα της ψυχής του. Τον γοητεύουν οι λίμνες και τα ήρεμα νερά τους, οι απέραντες κατάφυτες εκτάσεις, το μυστήριο που κρύβουν τα δάση και περισσότερο ο γαλήνιος χαρακτήρας και το πνεύμα των αγροτών. Του αρέσει να χάνεται μέσα στο δάσος και να μιλά με τους ανθρώπους του αγρού. Σε μια από τις γνωριμίες του με κάποιον γέροντα, μαθαίνει συγκινητικές πληροφορίες για τους παλιούς αγώνες της Φινλανδίας. Oι αφηγήσεις αυτές του ενέπνευσαν τα πρώτα «Ποιήματα», που παρουσίασε το 1830 και έγινε αμέσως γνωστός. Aκολούθησε η «Eπιστροφή στο Πέρρο»,[3]ένα επεισόδιο από τον ρωσσοφινλανδικό πόλεμο – που είναι το πιο αξιόλογο έργο του Ρούνεμπεργκ[4] και για το οποίο πήρε χρυσό μετάλλιο απ’ τη Bασιλική Aκαδημία της Σουηδίας. Με τα δύο του έργα, ο Ρούνεμπεργκ, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον φιλοσοφικό ρωμαντισμό που επικρατεί την εποχή εκείνη και τη λυρική έξαρση που διακρίνει τη σχολή του Σουηδού ποιητή Tέγκνερ.[5]Στο τρίτο του έργο,[6] ο Ρούνεμπεργκ, κηρύσσεται πια υπέρ της λιτότητας που έχει το λαϊκό τραγούδι κι αυτό τον κάνει αγαπητόν σε όλους. Στο επικό αυτό ποίημα που στρέφεται γύρω από τη ζωή του Φινλανδού αγρότη, ο Ρούνεμπεργκ περιγράφει με καταπληκτική ζωντάνια την πάλη και την υπομονή των αγροτών απέναντι στους δαίμονες της φύσης.
        Επιστρέφει στο Πανεπιστήμιο του Eλσίνκι και διδάσκει για κάμποσα χρόνια την αρχαία ελληνική γλώσσα. Αργότερα, αποσύρεται στη μικρή πόλη του Πόρβοο[7], όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι μέρες κυλούν ήσυχα στο Πόρβοο και είναι στιγμές που η μοναξιά τού φέρνει λύπη. Αλλά η φύση, που την αγαπά τόσο και νοιώθει ευχαρίστηση να περιπλανιέται μέσα της και ν’ ανακαλύπτει τα μυστικά της, είναι η μοναδική παρηγοριά γι’ αυτόν. Ζει ήρεμα στην γαλήνη της μικρής αυτής πόλης κι εξακολουθεί να γράφει. Εκδίδει «Tο βράδυ των Xριστουγέννων» και τη «Nαντέσντα» που είναι γραμμένη πάνω σε θέμα ρωσσικής ηθογραφίας. Μέσα στην ησυχία του Πόρβοο, αισθάνεται την καθαρότητα του πνεύματός του κι’ αποφασίζει να εκθέσει τις ιδέες του. Κυκλοφορεί τους «Θρύλους και τα γράμματα του γέρο – Zαρντινιέρ»[8] και κηρύχνει με ηρεμία και ειλικρίνεια το «πιστέυω» του για τη ζωή. Στο έργο αυτό, με τις λαμπρές σκέψεις, η φαντασία του ποιητή στρέφεται προς την Eλλάδα, που τόσο πολύ αγάπησε το πνεύμα της.
       Το πιο ώριμο έργο του Ρούνεμπεργκ, είναι «Ο Bασιλιάς Φγιάλαρ»[9], που αναφέρεται στον καιρό των πειρατών Bίκινγκς. Το ηρωϊκό αυτό ποίημα για το οποίο καυχώνται και οι άλλες σκανδιναυϊκές χώρες, είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην τραγωδία του «Οι Bασιλείς της Σαλαμίνας» –ένα έργο με θέμα παρμένο από την ελληνική ιστορία– ο Ρούνεμπεργκ αποδεικνύει πόσο είναι μάταιο για τους θνητούς να επαναστατούν κατά του πεπρωμένου και της θείας δικαιοσύνης.
     Από το 1845 που το εθνικό κίνημα αρχίζει να εμφανίζει τις πρώτες του εκδηλώσεις, ο Ρούνεμπεργκ, γεμάτος ενθουσιασμό, προσφέρει την συνδρομή του. Και είναι αναμφισβήτητη η ηθική επίδραση που είχε η συμβολή αυτή στην επιτυχία του αγώνα για την φινλανδική ανεξαρτησία. Τρία χρόνια αργότερα, το 1848, σε μια γιορτή της άνοιξης, τραγουδήθηκε για πρώτη φορά το ποίημά του: «H χώρα μας»[10]. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός που επροκάλεσε το ποίημα του Ρούνεμπεργκ, ώστε, αργότερα, έγινε ο εθνικός ύμνος της Φινλανδίας:
Κανένας τόπος κάτω απ’ τον ουρανό και καμμιάς χώρας τα βουνά και οι ρεμματιές και οι λόγγοι δεν μας γοητεύουν όσο η γη αυτή που είναι των προγόνων μας λίκνο.
Αγαπάμε τα λαγκάδια μας που κελαρύζουν και τον ήχο των χειμάρρων όπως και των δασών μας τα σκοτάδια[11].
        Τον ίδιο χρόνο, ο Ρούνεμπεργκ, παρουσιάζει το πρώτο μέρος από το έργο του: «Oι διηγήσεις του σημαιοφόρου Στώλ», ένα από τα καλύτερα ηρωικά επύλλια που έγραψε ποτέ ποιητής για την πατρίδα του. Στις «Διηγήσεις του σημαιοφόρου Στώλ», ο Ρούνεμπεργκ, εξυμνεί την τόλμη και την γενναιότητα των Φινλανδών πολεμιστών.[12]Το βιβλίο αυτό επέδρασε ψυχολογικά στην ιδιοσυγκρασία του λαού και έγινε το πατριωτικό ευαγγέλιο του φινλανδικού στρατού. Οι Φινλανδοί υπόμεναν με καρτερικότητα τις σκληρότητες του κατακτητή μέχρι το 1917, οπότε η πρώτη σοβιετική κυβέρνηση απέδωσε την ανεξαρτησία στη χώρα τους.
     Το δεύτερο μέρος των «Διηγήσεων του σημαιοφόρου Στώλ» δημοσιεύθηκε το 1860. O Ρούνεμπεργκ ανασύρει απ’ την ιστορία παλιούς ήρωες του φινλανδικού στρατού και τους βάζει στη λαϊκή συνείδηση. Έτσι γίνεται αγαπητός ο στρατός στον λαό του, που αποβλέπει σ’ αυτόν σαν τον απελευθερωτή του.
        Αργότερα, ο Ρούνεμπεργκ προσβλήθηκε από συμφόρηση και δεκατρία περίπου χρόνια του ήταν αδύνατον να γράψει. Τέλος, το 1877, πεθαίνει, χωρίς να δει ελευθερωμένη τη χώρα του.
       Η επίδραση του Ρούνεμπεργκ είναι βαθεία, όχι μόνο ανάμεσα στους συμπατριώτες του, αλλά και στη Σουηδία, όπου αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε για την γλωσσική του ιδιομορφία. Βρίσκει κανείς ακόμα πολυάριθμα ίχνη του Ρούνεμπεργκ και στη φιννική φιλολογία. Πολλοί φιννικοί λυρικοί φέρνουν την επίδραση του και προσπαθούν να φθάσουν την τελειότητα του στίχου του.
      Στο σύνολό του το έργο του Ρούνεμπεργκ έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον κλασσικό και ήρεμο ρεαλισμό των Aρχαίων Eλλήνων. Υπάρχουν βέβαια σε μερικά ποιήματά του στοιχεία του ρωμαντισμού. Αλλά αυτό για τον Ρούνεμπεργκ δεν είναι τίποτα άλλο παρά εκείνο που χρειάζεται για να εκδηλώσει τη βαθειά του συναίσθηση απέναντι στη φύση. Ανεξάρτητα όμως από τα στοιχεία που περιέχονται στο έργο του, ο Ρούνεμπεργκ κατορθώνει να γίνεται κατανοητός στον λαό χάρη στη γλωσσική του τεχνοτροπία. Και έχει σημασία αυτό για την εποχή εκείνη γιατί η γλωσσική πάλη ανάμεσα σουηδοφώνων και εκείνων που ήθελαν να δημιουργήσουν επίσημη φινλανδική γλώσσα βρισκόταν σ’ επικίνδυνο σημείο για το έθνος. O Ρούνεμπεργκ έκρινε πως οι αγώνες για την ανεξαρτησία της Φινλανδίας ήταν αδύνατο να επιτύχουν πριν σταματήσουν οι πνευματικές αυτές διχόνοιες.
      Από τότε, διανοούμενοι και λαός, ωμολόγησαν ότι η Φινλανδία, είναι ένα έθνος άξιο να ζήσει ανεξάρτητο και να εκπληρώσει την αποστολή του απέναντι στην ανθρωπότητα
NIKOΣ ΓIANNAPAΣ
KAΘHMEPINH 4 Δεκεμβρίου 1939
Toάγαλμα του Ρούνεμπεργκ στην πλατεία Εσπλανάντι, στο Ελσίνκι, έργο του γιου του Βάλτερ (1885).

 
ΑΔΙΚΟΣ ΠΟΘΟΣ
Κύματα αμέτρητα κυλούνε
στα υγρά τα πλάτια τα μεγάλα.
Μέσα στα τόσα, που γλιστρούνε,
να ’μουν κ’ εγώ ένα μέσα στ’ άλλα!
Τόσο βαθειά ευχαριστημένο,
καθάριο, ξέννοιαστο δροσάτο,
μ’ όλον τον κόσμο ξεχασμένο
τής ευτυχίας μου, το φευγάτο…
Όμως και κύμα να είχα γίνει,
θα ’μενα ο ίδιος τότε πάλι:
Μην κ’ εδώ πέρα, πού έχω μείνει,
κυμάτων δε με ζώνει αγκάλη;
Στη χαρά παίζουν, στην οδύνη
κλαίνε, γελούνε στα χαμένα,
μα εμέ ή καρδιά μου φλόγες χύνει:
να μου ’λείπε, ως αυτών, και μένα!
Πειραϊκά Γράμματα, τ. 3, τχ. 5, Μάιος 1943, σ. 244. Στήλη «Ξενικά λουλούδια», μετ. Ζέφυρος Βραδυνός (Νίκος Χατζηδάκης)


[1] Εταιρία του Σαββάτου (Lauantaiseura): Ιδρύθηκε το 1830 από φοιτητές και νέους καθηγητές του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, οι οποίοι συγκεντρώνονταν κάθε Σάββατο απόγευμα και συζητούσαν. Τα μέλη της πρωτοστάτησαν στη διαμόρφωση της φινλανδικής εθνικής συνείδησης. Κεντρική μορφή της υπήρξε ο Ρούνεμπεργκ. Ο ρόλος της «Εταιρίας του Σαββάτου» στην ανάπτυξη του φινλανδόφωνου πολιτισμού υπήρξε σπουδαίος.
[2] Δεν εργάστηκε σε σχολείο αλλά ως οικοδιδάσκαλος. Kai Laitinen, Suomen kirjallisuuden historia, kolmas painos, Otava, Keuru 1991, σ. 161.
[3] Grafven i Perrho (Ο τάφος στο Πέρχο), 1831. Με το ποίημα αυτό ο Ρούνεμπεργκ πήρε μέρος το 1831 στο διαγωνισμό της Βασιλικής Ακαδημίας της Σουηδίας, αλλά απογοητεύθηκε γιατί δεν απέσπασε το μεγάλο χρυσό μετάλλιο. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύθηκε το 1833 στη συλλογή του Dikter, andra häftet(Ποιήματα ΙΙ). Η ιστορία τοποθετείται στα χρόνια μετά τον ατυχή για τη Σουηδία σουηδορωσικό πόλεμο του 1741-43, οπότε ρώσοι στρατιώτες έκαναν ληστρικές επιθέσεις στη Φινλανδία. Σε μια από αυτές τις επιθέσεις σκοτώθηκαν και τα έξι αγόρια μιας οικογένειας, που είχαν αποφασίσει να αντισταθούν. Οι ερευνητές θεωρούν πως το γεγονός δεν έχει ιστορική βάση και πως πρόκειται για λαϊκό θρύλο ή για θρύλους που συνένωσε ο ποιητής.
www.keski-pohjanmaa.fi/nyt/tiedostot/5a_hauta_perhossa. Επίσημη ιστοσελίδα της επαρχίας της Κεντρικής Οστροβοθνίας.
[4] Εδώ γίνεται σύγχυση με το έργο του Ρούνεμπεργκ Οι διηγήσεις του Σημαιοφόρου Στωλ.
[5] Τέγκνερ (Tegnér, Esaias, 1782-1846): Σουηδός συγγραφέας, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας και επίσκοπος, θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης σουηδικής ποίησης.
[6]Πρόκειται για το επικό ποίημα Οι Ελαφοκυνηγοί (Elgskyttarne, 1832) γραμμένο σε εξάμετρο και σε ομηρικό ύφος.
[7] Το 1837 έγινε λέκτορας λατινικής φιλολογίας στο γυμνάσιο της πόλης και το 1842 ζήτησε να γίνει λέκτορας αρχαίων ελληνικών, επειδή οι ώρες ήταν λιγότερες και είχε περισσότερο χρόνο για το δικό του συγγραφικό έργο. Έμεινε στη θέση ως το 1857, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
[8] Σουηδ. Gamla trädgårdmästarens brev (Οι επιστολές του γερο-κηπουρού), 1937: Τρεις επιστολές, το αποκορύφωμα και η τελική απάντηση του Ρούνεμπεργκ στη διαμάχη του με τον παλιό του συμμαθητή και ιερέα Lars Stenbäck (Λαρς Στένμπακ) μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας Morgonblad σχετικά με τον ισχυρισμό του Στένμπακ ότι η λογοτεχνία είναι άχρηστη για τους χριστιανούς. Με τον τίτλο «Αι επιστολαί του κηπουρού γέροντος» τις μετέφρασε για εξάσκηση στα ελληνικά ο φινλανδός ελληνιστής Βίλχελμ Λάγκους. (βλ. Μπιορν Φορσέν-Βασίλης Καρδάσης,Αγαπητή, μισητή μου Αθήνα. Στιγμιότυπα από τη ζωή του φινλανδού ελληνιστή Βίλχελμ Λάγκους. Εστία, Αθήνα 2009, σ. 34).
[9] KungFjalar, 1844. Θέμα του η Ύβρις με την έννοια της υπέρβασης του θείου νόμου και των ορίων που αρμόζουν στους θνητούς, όπως στην αρχαία τραγωδία. Θεωρείται το πιο προσωπικό ποίημα του Ρούνεμπεργκ.
[10] Vårtland. Πρόκειται για το πρώτο ποίημα του έργου Οι διηγήσεις του Σημαιοφόρου Στωλ Ι(Fänrik Stålssägner, 1848), γραμμένο στον απόηχο των επαναστάσεων στην Κεντρική Ευρώπη. Πρωτοπαρουσιάστηκε στις 13 Μαΐου 1848 σε σύνθεση του Fredrik Pacius (Φρέντρικ Πάκιους, 1809-1891). Η πρώτη και η τελευταία στροφή του ποιήματος καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος της Φινλανδίας μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, το 1917, σε μετάφραση στα φινλανδικά του ποιητή Paavo Cajander(Πάαβο Κάγιαντερ, 1846-1913).
[11] Για μετάφραση στα ελληνικά απευθείας από τη φινλανδική και τη σουηδική γλώσσα βλ. Μπιορν Φορσέν-Βασίλης Καρδάσης, Αγαπητή… ό.π. σ. 33.
[12] Ο ποιητής αναφέρεται στον σουηδορωσικό πόλεμο του 1808-1809. Στις επόμενες δεκαετίες ο ηρωικός πατριωτισμός των Διηγήσεων του Σημαιοφόρου Στωλ επηρέασε τη φινλανδική στάση απέναντι στη Ρωσία.